-
1 συνήθεια
συνήθεια, ἡ,A habitual intercourse, acquaintance, intimacy, αἱ πρὸς ἀλλήλους ς. Isoc.1.1;διατριβαὶ καὶ -θειαι μετά τινων Aeschin.2.23
; ἡ τῶν φίλων ς. ib.152;σ. καὶ φιλία Arist.GA 753a12
; ἡ πολιτικὴ ς. Id.EN 1181a11;τὰς τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1
;ὅπως ἂν αἱ σ. διαζευχθῶσιν Arist.Pol. 1319b26
; καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι ς. PCair.Zen.42.2 (iii B.C.);ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ PMich.Zen.82.3
(iii B.C.).b sexual intercourse, X.Cyr.6.1.31 (v.l.);σ. ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e
;πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23
.2 of animals, herding together, Arist.HA 575b19; νέμεσθαι κατὰ συνηθείας in herds, ib. 611a7, cf. Ael.NA2.31; so of soldiers, κατὰ συνηθείας in messes, Plb.35.4.14.II habit, custom, h.Merc.485 (pl.), Hp.VM3, Pl.R. 516a, etc.; pl., φαῦλαι ς. bad habits, Epicur.Sent.Vat.46; ; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in his own accustomed haunts, Id.Lg. 865e; ἡ σ. τοῦ ἔργου habituation to it, X.Cyn.12.4;λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3
, cf. 60.27;πολλῆς.. σ. ἡ ῥητορική Epicur.Fr.46
; τῇ σ. τοῦ εἰδώλου by being used to it, 1 Ep.Cor.8.7; practice, Plb.1.42.7, cf.Pl. Lg. 656d: with Preps.,διὰ συνήθειαν Id.Sph. 248b
; διὰ τὴν ς. Arist. HA 494b21;ἐκ συνηθείας OGI629.12
,79 (Palmyra, ii A.D.); κατὰ ς. Pl.R.l.c.;παρὰ συνήθειαν Id.Lg. 655e
;ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.Tht. 157b
; σ. ἔχειν τῇ πολιτείᾳ to be used to it, practised in it, Plb.39.5.2;σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a
.2 the customary usage of language,ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Pl.Tht. 168b
, cf. Chrysipp.Stoic.3.33; εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι brought the city to habitual use of this phrase, Aeschin. 1.165; ἡ σ. τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους ς., Phld.Rh.1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.Po.5.2; ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ ς. Diocl. Magn.Stoic.3.214: abs., ordinary language, ἐν τῇ ς. Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; κατὰ τὴν ς. A.D.Synt.323.22, cf. Demetr.Eloc.69, al., D.H. Amm.2.11, Herod.Med. in Rh.Mus.49.549.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνήθεια
-
2 παραπλασσω
атт. παραπλάττω (преимущ. med.)1) присоединять, добавлять(τινι τι Sext.)
2) преобразовывать, переделывать(τέν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.)
-
3 βραχύς
A (Thess.): [comp] Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων): [comp] Sup. βραχύτατος, βράχιστος:— short,1 of Space and Time, β. οἶμος, ὁδός, Pi.P.4.248, Pl.Lg. 718e, etc.; [ αἰών] prob. in B.3.74;βίος Hdt. 7.46
;καιρός Call.Epigr.9
; , Pers. 713, etc.; μῦθος, λόγος, Id.Pr. 505, v.l. in Pers. 713; ἐν βραχεῖ ([dialect] Ion. βραχέϊ ) in a short time, Hdt.5.24, Pl.Smp. 217a codd.;διὰ βραχέος Th.2.83
; ; βραχὺ τῃδὶ μεταστῶμεν for a moment, Id.Georg.32; of distance, β. ἀπόδοσις short return in ballplay, Antiph.234.6;ἐπὶ βραχὺ ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.17
; πρὸ βραχέος lamb.VP25.112: [comp] Comp.,ἡ φάλαγξ -υτέρα ἐγένετο ἀναδιπλουμένη X. Cyr.7.5.5
;τάξιν -υτέραν ἢ πρόσθεν, βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10
;βραχύτερα τοξεύειν X.An.3.3.7
. Adv. βραχέως, [πολέμους] ἐπ' ἀλλήλους ἐπιφέρειν scantily, seldom, Th.1.141.2 of Size, short, small,μορφάν β. Pi.I.4(3).53
; βραχὺς ἐξικέσθαι θεῶν ἕδραν too puny to reach.., ib.7(6).44;β. τεῦχος S.El. 1113
, cf. 757; β. τεῖχος a low wall, Th.7.29; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθαι my mouth is too small to.., Pi.N.10.19; κατὰ β. προϊών little by little, Th.1.64, cf. Pl. Sph. 241c; παρὰ βραχύ scarcely, hardly,φυγεῖν Alciphr.3.5
; ; ἁλὸς βραχύ a small quantity of salt, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.3 of Number, few, ἐν βραχεῖ in few words, Pi.P.1.82, S.El. 673;ἐν βραχίστοις Pi.I.6(5).59
;ἐν βραχυτέροις Pl.Grg. 449c
; so διὰ βραχέων in few words, Id.Prt. 336a;ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3
, Lys.16.9, cf. Pl.Grg. 449c;ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18
. Adv. βραχέως, ἀπολογεῖσθαι briefly, in few words, X.HG1.7.5.4 of Value or Importance, of persons, humble, insignificant, S.OC 880;τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε E. Heracl. 613
;β. τὴν διάνοιαν J.AJ12.4.1
; of things, petty, trifling,ἀρχὴ β. ἐλπίδος S.OT 121
; ; ; β. τις ἀσάφεια a slight obscurity, Gal.18(1).304; λυπεῖν τινὰ βραχύ, opp. μέγ' εὑρεῖν κέρδος, S.El. 1304;οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Th. 1.78
, cf. 140;β. καὶ οὐδενὸς ἄξιον Id.8.76
;β. κέρδους ἕνεκα Lys.7.17
;οὐσία Is.10.25
: neut. as Adv., βραχὺ φροντίζειν τινός think lightly of, D.17.4.5 short, of vowels or syllables, Arist.Cat. 4b34, Rh. 1409a18, Po. 1458a15, Heph.1.1, D.T.631, etc.; ἡ β. προσῳδία the sign ?βραχύςX, S.E.M.1.113. (Cf. Avest. m[schwa]r[schwa]zu- 'short', Goth. gamaurgjan 'shorten', Lat. brevis.) -
4 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
5 ξενίζω
A- ίσω Gp.12.13.12
: [dialect] Ep.[tense] aor.ἐξείνισσα, ξείνισσα, -ισα (v. infr.): ([etym.] ξένος):— receive or entertain as a guest,ξείνους Od.3.355
;τὸν μὲν ἐγὼ.. ἐῢ ἐξείνισσα 19.194
;ἐννῆμαρ ξείνισσε Il.6.174
; ξείνισ' ἐνὶ μεγάροισιν ib. 217 ;ξ. τινὰ ἐν δόμοις E.Alc. 1013
, etc.;ξ. [τινὰ] σίτοισι S.Fr. 666
; ξ. τινὰ πολλοῖς ἀγαθοῖς to present with hospitable gifts, X.Cyr.5.3.2 ; ὑμᾶς ἐν πόλει ξενίσωμεν ὧν.. εἴχομεν with or on what we had, Ar.Lys. 1184 : metaph., ὃν.. Ἄρης οὐκ ἐξένισεν, i.e. who fell not in battle, S.El.96 (anap.): —[voice] Pass., to be entertained as a guest, Ar.Ach.73 ;ξενισθεὶς μὴ ἀντιξενίσαι Phld.Vit.p.30
J.;ὑπό τινος Hdt.1.30
, X.HG3.1.24, etc.;παρά τινι D.S.14.30
, Act.Ap.10.6, 21.16 ;πρός τινα Philem.109
: metaph.,λαχάνοισιν, ὥσπερ χῆνες, ἐξενισμένοι Theopomp.Com.13
.II surprise, astonish by some strange sight,ξενίζουσαν καὶ καταπληκτικὴν πρόσοψιν Plb.3.114.4
; ξ. τὴν ἀκοήν, of strange words, Hld.6.14 ;ξ. καὶ ταράττειν Gp.2.48.2
; ξ. [τὴν τῶν πολλῶν συνήθειαν] do violence to the ordinary use of language, Simp.in Cael.679.28 :—[voice] Pass., to be astonished, S.Ichn.137 ; τινι Plb.1.23.5, 3.68.9, 1 Ep.Pet.4.12 ;διὰ τὸ παράδοξον Plb.1.49.7
;ἐπί τινι Id.2.27.4
, D.S.31.2 ;κατά τι Plb.1.33.1
;μὴ συντρεχόντων ὑμῶν 1 Ep.Pet.4.4
;εἰ.. M.Ant.8.15
, cf. Vett.Val.302.17 ;πῶς.. PStrassb. 35.6
(v A. D.) ; to be puzzled, unable to comprehend, Ael.Tact.1.6 ; of fresh leeches, to be unaccustomed to the skin, Antyll. ap. Orib.7.21.1.2 make strange, of plants and animals, i.e. stunt their growth and distort them, Gp.9.5.3 ([voice] Pass.); τῷ πλήθει ξενιζομένη ἡ φύσις being altered in character, Alex.Aphr.Pr.1.80, cf.Hippiatr.15.III intr., to be a stranger, speak with a foreign accent, D.57.18 ;τὸ ξενίζον τῆς λέξεως D.S.12.53
, cf. Luc.Hist.Conscr.45.2 to be strange or unusual, of diseases, Gal.17(1).162 ;ξ. τῷ σχήματι Luc.Anach.16
;τῷ τρίβωνι Id.Merc.Cond.24
;θάνατος.. τῇ τόλμῃ ξενίζων Id.Hist. Conscr.25
.
См. также в других словарях:
обычаи — ОБЫЧА|И (501), ˫А с. 1.Привычка, обыкновение: И слышѧштѧ гл҃ы нечисты. и обычѧ˫а пагѹбьны. раждизаюштѧ и распалѧюштѧ и въжизаюштѧ на блѹдъ. Изб 1076, 223; се бо и сиць обычаи имѧше блаженыи. ˫акоже многашьды въ нощи въста˫а. и отаи вьсѣхъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… … Dictionary of Greek